Για μια προσωπική (όχι και τόσο) υπόθεση

του Όθωνα Κουμαρέλλα

Αυτοί που σήμερα καμώνονται ότι δεν καταλαβαίνουν και δεν απαντούν, κήρυξαν έναν πόλεμο, με πρώτο θύμα την αλήθεια, απρόκλητα και προπαντός άδικα. Χωρίς εμφανή αιτία.

Ίσως γιατί πίστεψαν, ότι η θέση τους, τους επιτρέπει ανέξοδα, να κουνούν το δάκτυλο στους άλλους, αδυνατώντας να κατανοήσουν τις συνέπειες, που η άδικη αυτή στάση προκαλεί.

Ίσως πάλι θεωρούν, ότι ως κήνσορες, μπορούν να στιγματίζουν τους μη αρεστούς στους ίδιους, και ως άλλοι «αναμάρτητοι» να βάλουν πρώτοι το λίθο, κατασκευασμένο από τα ασύστολα ψεύδη και τη λάσπη των….. «κενών επικοινωνίας», που στήθηκαν μέσα από την «αληθοφάνεια», δήθεν αθώων, γενικεύσεων, παρουσιαζόμενων ως «νουθεσίες» για το τι δέον να αποφεύγεται. Γι’ αυτό, συγχέουν και ενοποιούν σκόπιμα τον ιδιωτικό εν πολλοίς, ή κλειστό χώρο, που δεν αφορά στην κοινότητα, με το δημόσιο χώρο, που την αφορά και το δημόσιο λόγο του υποκειμένου -γραπτό, ή προφορικό- που απευθύνεται σ’ αυτή. Για να το καταφέρουν, ανατρέπουν προτεραιότητες καθιστώντας τα ασήμαντα σημαντικά και αντιστρόφως. Προβάλλουν τα ασήμαντα του ιδιωτικού ως σημαντικά στο δημόσιο χώρο και επεκτείνουν γενικεύοντας, εξαφανίζοντας «μαγικά» κάθε στοιχείο πραγματικής δημόσιας απεύθυνσης, γραπτής, ή δια λόγου και έργου, στην οποία αναφέρονται, για να την επανεμφανίσουν κατόπιν ψεύτικη και στρεβλωμένη. Αλλοιώνουν έτσι σε υπερθετικό βαθμό το αντικείμενο, ώστε να το καθιστούν όχι μόνο ψευδές, αλλά απολύτως συκοφαντικό. Στοχεύοντας όμως τη «μαγική» δημόσια εικόνα που δημιουργούν, κατ’ ευθείαν στην καρδιά του υποκειμένου και απόλυτα συγκεκριμένου, την προσωπικότητα του οποίου στιγματίζουν ανεξίτηλα, ως υπαίτιο προβλημάτων «επικοινωνίας και προσβασιμότητας», εκδίδοντας το ανάλογο «πιστοποιητικό», για τον οποιοδήποτε μπορεί να αμφιβάλει. Κι όμως, στοιχειώδης γνώση γραμματικής και συντακτικού -επιπέδου δημοτικού σχολείου- αρκούσε για να αποφευχθεί το έκτρωμα. Δεν τους λείπει (ή μήπως τους λείπει ακόμα και αυτό και τους περισσεύει η πολιτική αλητεία;).

Και το ερώτημα που προκύπτει είναι: Πότε, που, πως, όλα αυτά τα «θαυμαστά» που καταμαρτυρούν; Δεν απαντούν στα εύλογα ερωτήματα, μόνο επιβεβαιώνουν την ομοφωνία τους Αλλοίμονο τώρα, να μπλέξουνε με τον «σχολαστικισμό» του «υβριστή»; Ούτε καν περνάει από τη σκέψη τους «Βρε μπας και το παρατραβάμε κι έχει δίκιο ο… μαλάκας;»…. Και τότε πως δεν θα πέσει η… μύτη από τόσο ψηλά που έχει ανέβη;

Αντίθετα, ακολουθώντας τη λογική της στρουθοκάμηλου, δεν απαντούν σε κανένα ερώτημα επί της ουσίας, και οχυρωμένοι πίσω από το «θεσμό» απαντούν «υπηρεσιακά», απολύτως γραφειοκρατικά, ότι οι αποφάσεις τους είναι δεσμευτικές. Για ποιον αλήθεια; Ούτε που τους περνάει από το μυαλό η δεοντολογία και ότι έτσι πλέον έχασαν και το τελευταίο ψήγμα κύρους, καταρρακώνοντας τον ίδιο το θεσμό που υποτίθεται ότι υπηρετούν. Κι όμως τολμούν με περισσή αναίδεια να κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν και να μην παραιτούνται, αφού ούτε ανακαλούν το έκτρωμα.

Βρήκαν να παίξουν με τις λάσπες, κάνοντας ένα θεσμό ρεντίκολο, υποτάσσοντάς τον στη δική τους εγωιστική αντίληψη και πολιτική υστεροβουλία. Ένα θεσμό που του καταρράκωσαν κάθε αξιοπιστία και κύρος, φέρνοντάς τον στα δικά τους μέτρα μικροψυχίας και τις δικές τους ιδιοτελείς σκοπιμότητες, καλυπτόμενοι πίσω από τις «ετυμηγορίες» τους. Λες και αυτές πλέον έχουν την παραμικρή αξία, όταν η ανηθικότητα και η συκοφαντία αντικαθιστά κάθε λογική. Έτσι, αντιλαμβάνονται οι παριστάνοντες τους αδέκαστους κριτές και τους «υπεράνω κριτικής» την αντιπαράθεση και τον πολιτικό αγώνα. Χωρίς επιχειρήματα και λογική πέραν του ετσιθελισμού τους.

Τι κι αν η πραγματικότητα αποδεικνύει το αντίθετο από αυτό που εκείνοι δείχνουν με τα «πιστοποιητικά» τους. Τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα, τη στιγμή που μπορεί έντεχνα να φτιαχτεί κάποια διαφορετική εικονική, αλλά πιστοποιημένη εγγράφως, αρκεί να υπάρξουν τα κατάλληλα υλικά και ο τρόπος να αναμιχθούν. Και βρέθηκαν και τα υλικά και ο τρόπος, καθ’ υπέρβαση και αυθαιρετώντας. Εν είδει «σταυροβελονιάς»! Ούτε οι καλύτεροι «τεχνίτες» της προπαγάνδας δεν θα τα κατάφερναν τόσο καλά, στο «τύλιγμα σε μια κόλλα χαρτί»! Έτσι λειτουργούν οι πραίτορες της «ορθοδοξίας» τους που παριστάνουν τους επαναστάτες. Με την ηθική ισοπέδωση αυτού που θεωρούν αντίπαλό τους και τη συκοφαντία ως όπλο.

Όμως η δικαιολογία προβάλει εύκολη για την αυθαιρεσία, εφ’ όσον εντοπίζεται με την πρώτη ματιά. «Δεν εννοούμε αυτό που εσύ ως κακότροπος καταλαβαίνεις. Ξέχνα γλώσσα, γραφή κι ανάγνωση… Ξέχνα και την ίδια τη λογική». Κι όσοι περισσότεροι αντιλαμβάνονται (δηλαδή όλοι), τι αυτοί γράφουν και υπογράφουν ακριβώς, τόσο το χειρότερο γι αυτόν που αναφέρονται. Αρκεί ο ίδιος να σιωπά, αποδεχόμενος την υποκρισία: «Δεν εννοούσαμε….». Αλλά εννοούσανε απολύτως δρώντας ως ψυχροί εκτελεστές. Επειδή ανεξάρτητα τι θα μπορούσε να είχε στο κεφάλι του ο καθένας, είναι τι ακριβώς αποτυπώνεται στα γραπτά. Και αυτά είναι που μένουν. Και η μη απάντησή τους δείχνει ότι ξέρανε πολύ καλά τι γράφανε και τι εννοούσανε και ως άλλοι δειλοί δεν τόλμησαν να τα βάλουν με τον πραγματικό τους στόχο, χτυπώντας στην πρώτη ευκαιρία τον οποιονδήποτε βρέθηκε να τον υπερασπίζεται και θεώρησαν αδύναμο.

Αν όμως, το θύμα τύχει και διαμαρτυρηθεί, τότε είναι υπερβολικό και κακότροπο, στερούμενο «εγκράτειας» και «αυτοελέγχου» -που το πας αυτό;- ακριβώς έτσι όπως το «έδωσαν». «Ιδού, λοιπόν, η απόδειξη του δίκιου τους. Κι όσο περισσότερο έντονα διαμαρτύρεται, τόσο πιο δίκιο έχουνε…..». Έτσι αυτοεκπληρώνονται οι «προφητείες» και οι «χρησμοί».

Όσο περισσότερο κάποιος αντιδρά στην αδικία, τόσο πιο πολύ στοχοποιείται. Αυτομάτως! Γιατί το δίκιο -κατ’ αυτούς- φαίνεται ότι πάντα το έχει αυτός που επιτίθεται και το άδικο αυτός που αμύνεται. Το πολύ-πολύ να μοιράζονται οι ευθύνες. Έτσι μεθοδεύεται η συνέχεια στο ηθικό λυντσάρισμα και ο στιγματισμός στο διηνεκές. Με το «τύλιγμα» σε ένα χαρτί υπό το βαρύγδουπο τίτλο «Πόρισμα». Τι κι αν το ίδιο το περιεχόμενό του, που διαστρέφει την αλήθεια, το καθιστά εσαεί «κωλόχαρτο». Εξ άλλου ποιος θα ενδιαφερθεί να ψάξει, να δει τι πραγματικά συμβαίνει; Και ποιος θέλει να καταλαβαίνει; Όπως βολεύεται ο καθένας. Δηλαδή, ψύλλους στ’ άχυρα καημένε….. Αρκεί που υπάρχει το «κωλόχαρτο» ως ατράνταχτη απόδειξη. Ο Γκέμπελς ζει αυτός μας οδηγεί…….

Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, και δεν είναι η πρώτη φορά -αντίθετα πολύ συχνά συμβαίνει- φίλοι και άνθρωποι της εμπιστοσύνης να χτυπούν πισώπλατα στην πρώτη ευκαιρία. Μπορεί και να μην αντιλαμβάνονται καν τι πράττουν, «τυφλωμένοι» -προσωρινά έστω- από την «αυτάρκεια» της υποτιθέμενης «εξουσίας» τους και την αυταρέσκεια που ενδεχομένως αυτή τους δημιουργεί. Και οι κρίνοντες όμως κρίνονται. Κι εδώ δεν είναι σχήμα λόγου.

Αλλά, ο χρόνος τελείωσε και πλέον δεν υπάρχει τίποτα για να χαθεί. Αυτός ο απρόκλητος πόλεμος, όμως, κηρύχθηκε. Δεν πάρθηκε πίσω τίποτε, όσο υπήρχε ακόμα χρόνος. Κι ο πόλεμος αυτός, όσος σκληρός κι αν χρειαστεί, θα φτάσει μέχρι τέλους. Είναι θέμα Αρχής. Και θα διεξαχθεί δημόσια. Δεν υπάρχει τίποτα κρυφό, δεν υπάρχει τίποτα που να φοβίζει. Δεν πρόκειται να μείνει ψήγμα στίγματος. Γιατί δεν υπάρχει. Και η λάσπη θα επιστρέψει σε αυτούς που την εκτόξευσαν, να τους συνοδεύει για πάντα.

Ωστόσο, μέσα από αυτή την άδικη σύγκρουση, αναδύονται δύο αντιπαραθετικές πολιτικές απόψεις, που αντικατοπτρίζουν, επί της ουσίας, δύο διαφορετικές στάσεις ζωής. Δύο εντελώς διαφορετικές και ευρισκόμενες στον αντίποδα νοοτροπίες και αντιλήψεις για το τι σημαίνει πολιτική στράτευση και αγώνας, όπως ακριβώς τις περιγράφει ένας καλός σύντροφος και συναγωνιστής, από τις οποίες πηγάζουν αντίστοιχα αντιθετικές συμπεριφορές.

Η μια αφορά στην ανιδιοτέλεια της στράτευσης και στον θρίαμβο κάθε φορά της αλήθειας μέσα από την ειλικρινή «πολιτική δέσμευση για ανένδοτο ανατρεπτικό αγώνα».

Η άλλη αντιλαμβάνεται τη ζωή και την πολιτική στράτευση ως μια δημοσιοσχεσίτικη και ανάξια «συρραφή παζαριών και αιώνιων συμψηφισμών, συμβιβασμών και μετριοτήτων», που στρεβλώνει κάθε αλήθεια και οδηγεί αναγκαστικά σε ακρωτηριασμό οτιδήποτε περισσεύει.

Ο «καθωσπρεπισμός» και η «ευθιξία» προσέφερε, στην περίπτωση, το άλλοθι στους καιροφυλακτούντες προκρούστειους φύλακες της χαμερπούς ιδιοτέλειάς τους. Για να πάρουν τη σκυτάλη οι επόμενοι αυτόκλητοι κήνσορες προσωπικών συμπεριφορών και στάσεων ζωής, φέρνοντάς τες στα δικά τους μέτρα και σταθμά. Από αφέλεια παρασυρόμενοι και απερισκεψία, ή εξ ίσου από ταπεινή ιδιοτέλεια, οι δεύτεροι; Η μη απάντησή τους σε κανένα από τα ουσιαστικά ζητήματα που τους ετέθησαν και η προσφυγή στη δήθεν τελεσιδικία του «οργάνου» τους, τους καθιστά καταγέλαστους, υπόλογους και ανοικτούς σε κάθε χαρακτηρισμό, ανάξιους για κάθε θέση ευθύνης, βυθιζόμενους σε ολοένα μεγαλύτερη πολιτική και ηθική ανυποληψία.

Όμως,-και ανεξάρτητα από αυτό- από το ποια από τις δύο αντιλήψεις και στάσεις θα επικρατήσει, θα εξαρτηθεί τελικά και εάν το μέτωπο έχει να προσφέρει κάτι διαφορετικό στον αγώνα για τη λευτεριά και τη δημοκρατία, ή όχι……

(συνεχίζεται…..)


Ετικέτες